ἀπέραντοι

ἀπέραντοι
ἀπέραντος
boundless
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Απεραντοί — Αρχαίος λαός της Απεραντείας, περιοχής που αντιστοιχούσε στην έκταση ανάμεσα στους ποταμούς Αγραφιώτη και Μέγδοβα έως τα Άγραφα. Στη διάρκεια του πολέμου μεταξύ των Μακεδόνων και των Αιτωλών, η Απεραντεία κυριεύτηκε από τους Μακεδόνες, αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • περισκόπηση — η / περισκόπησις, ήσεως, ΝΑ [περισκοπώ] η ενέργεια τού περισκοπώ, επισκόπηση τών γύρω χώρων, κατόπτευση, επαγρύπνηση αρχ. έκταση («θαλάσσης ἀπέραντοι περισκοπήσεις», Σχόλ. Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • Ευρυτανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.045 τ. χλμ., 32.053 κάτ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τον νομό Καρδίτσης, στα Δ και στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Α με τον νομό Φθιώτιδος. Αποκλειστικά ορεινός,… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”